καβγάς, ο, ουσ. [τουρκ. kavga]. 1. ο τσακωμός, το μάλωμα, η φιλονικία, το καβγάδισμα,  συνήθως με φωνές και ανταλλαγή υβριστικών εκφράσεων: «πάλι έχουν καβγά οι διπλανοί μας». (Λαϊκό τραγούδι: αμάν, Ελένη, καβγάς θα γένει στο μαχαλά σου για την ομορφιά σου). 2. χαρακτηρίζει την ουσία μιας υπόθεσης: «μήπως έχεις την εντύπωση πως οι πολιτικοί ενδιαφέρονται για μας; Ο καβγάς είναι για την κονόμα!». (Τραγούδι: τα φράγκα, τα λεφτά, μανούλα μου ιδρώτες πληρωμένοι, ζωή πελεκημένη γι’ αυτά είν’ ο καβγάς, μανούλα μου. Τα φράγκα τα καημένα χαρτάκια τυπωμένα, χαρτάκια τυπωμένα μηδέν χωρίς το ένα). Υποκορ. καβγαδάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: καβγαδάκι καβγαδάκι ο έρωτας δε ζει, πρέπει να χωρίσουμε δεν κάνουμε μαζί). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- άναψε ο καβγάς, έγινε πολύ έντονος, πήρε διαστάσεις: «πες ο ένας, πες ο άλλος, στο τέλος άναψε ο καβγάς»·
- ανοίγω καβγά, προκαλώ καβγά, καβγαδίζω: «είναι πολύ εριστικό άτομο κι όπου πάει, ανοίγει καβγά με τον καθένα»·
- απλώνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- βαρβάτος καβγάς, πολύ έντονος: «έγινε ένας βαρβάτος καβγάς χτες βράδυ, που σηκώθηκε όλη η γειτονιά στο πόδι»·
- εδώ είναι ο καβγάς ή εδώ είναι όλος ο καβγάς, όλη η ουσία της υπόθεσης είναι αυτό το συγκεκριμένο σημείο, αυτό το συγκεκριμένο γεγονός το οποίο αποφέρει και διάφορα οφέλη: «μάλωναν βδομάδες ολόκληρες για το ποιος θα αναλάβει το τμήμα προμηθειών. -Εδώ είναι όλος ο καβγάς, αγόρι μου, ποιος θα τα κονομήσει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- είναι ψόφιος για καβγά, βλ. φρ. ψοφάει για καβγά·
- έχει λυμένο το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- καβγάς τρικούβερτος, τσακωμός, μάλωμα μεγάλο σε διαστάσεις ή σε ένταση: «κάποια στιγμή σηκώθηκαν και οι δυο παρέες κι έγινε καβγάς τρικούβερτος»· βλ. και λ. τρικούβερτος·
- κάνω καβγά, βλ. λ. καβγαδίζω: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί με το παραμικρό κάνει καβγά»·
- κρεμά το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- λύνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- μονός καβγάς δε γίνεται, όταν δημιουργείται ένας καβγάς, μια φιλονικία, φταίνε και τα δυο άτομα, και οι δυο πλευρές: «μη μου πεις πως κι εσύ δεν τον προκάλεσες, γιατί μονός καβγάς δε γίνεται»·
- όλοι κοιτάζουν τον καβγά κι η γριά το μέλι, βλ. λ. γριά·
- όλος ο καβγάς έγινε για την κουτάλα ή όλος ο καβγάς ήταν για την κουτάλα, βλ. φρ. όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα·
- όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα ή όλος ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα, λέγεται για κείνους που, ενώ δείχνουν να μαλώνουν για να προωθήσουν το κοινό συμφέρον, εντούτοις, όλη η φασαρία που κάνουν είναι για το προσωπικό τους συμφέρον, για το ποιος θα ωφεληθεί: «εμείς νομίζαμε πως νοιάζονταν για μας, αλλά όλος ο καβγάς ήταν για το πάπλωμα». Από την εικόνα του ζευγαριού που, όταν ξαπλώνει, ο καθένας τραβάει το πάπλωμα προς το μέρος του για να σκεπαστεί καλύτερα·
- ομηρικός καβγάς, καβγάς μεγάλος σε διαστάσεις ή σε ένταση: «δεν έχω ξανατύχει ποτέ στη ζωή μου σε τέτοιον ομηρικό καβγά». Αναφορά στην Ιλιάδα του Ομήρου·
- πεθαίνει για καβγά, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για καβγά·
- πετάει τη σκούφια του για καβγά, βλ. λ. σκούφια·
- πιάνομαι σε καβγά ή πιάνομαι στον καβγά, καβγαδίζω: «πιάστηκε στον καβγά μ’ έναν ηλίθιο, που έκανε πως τα ξέρει όλα»·
- σέρνει το ζωνάρι του για καβγά, βλ. λ. ζωνάρι·
- στέκεται στα νύχια για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- στήνω καβγά, καβγαδίζω: «έχει γίνει πολύ προβληματικός στην παρέα μας, γιατί με το παραμικρό στήνει καβγά». (Λαϊκό τραγούδι: στήσανε καβγά δυο μάγκες, για να κάνουν ματσαράγκες
- το στρώνω στον καβγά, καβγαδίζω: «μόλις πιει λίγο, το στρώνει στον καβγά». (Λαϊκό τραγούδι: ύστερα σαν μαστουρώσω τον καβγά θέλω να στρώσω· σα με πιάσει το πολιτσμανάκι είμαι πάλι μουρμουράκι
- τρώγεται για καβγά, βλ. συνηθέστ. ψοφάει για καβγά·
- τρώει τα νύχια του για καβγά, βλ. λ. νύχι·
- ψοφάει για καβγά, επιδιώκει μανιωδώς να τσακωθεί, να μαλώσει, να φιλονικήσει: «δεν τον παίρνουμε μαζί μας στα μπουζούκια, γιατί ψοφάει για καβγά και μας δημιουργεί κάθε τόσο προβλήματα».